διαστομωτήριο

διαστομωτήριο
το
1. όργανο κατάλληλο για τη διάνοιξη ή διεύρυνση οπής
2. μακρύ χαλύβδινο ραβδί με ξύλινη λαβή που χρησιμοποιείται για τη διάτρηση τού σακιδίου γεμίσματος τών παλιών βραδυβόλων πυροβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου
πρβλ. γαλλ. degorgeoir (a vrille)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”